- ἐναπεσφραγισμένως
- ἐναπεσφρᾱγισμένως, Adv., (ἐναποσφραγίζω, q. v.)A expressly, distinctly, Stoic.2.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπεσφραγισμένως — ἐναπεσφραγισμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού εναποσφραγίζω) εντετυπωμένως, με σαφήνεια, ευκρινώς … Dictionary of Greek
ἐναπεσφραγισμένως — expressly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)